- ῥαγάδες
- ῥαγάςfissurefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας … Dictionary of Greek
αμυχώδης — ἀμυχώδης, ες (Α) [ἀμυχή] όμοια με αμυχή, γεμάτος σκασίματα, ραγάδες … Dictionary of Greek
γαλαντλία — η 1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση τού γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες τής θηλής 2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
χιραλέος — α, ον, Α αυτός που έχει ραγάδες στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + επίθημα αλέος (πρβλ. ῥωγ αλέος)] … Dictionary of Greek
χιροπόδης — και χειροπόδης, ὁ, Α αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλο πόδης] … Dictionary of Greek